- εκατοντάβαθμος
- η , ο [ος , ον ] разделённый на сто градусов;
εκατοντάβαθμον θερμόμετρον — термометр Цельсия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκατοντάβαθμον θερμόμετρον — термометр Цельсия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκατοντάβαθμος — η, ο αυτός που έχει εκατό βαθμούς, αυτός που διαιρείται σε εκατό βαθμούς («εκατοντάβαθμο θερμόμετρο») … Dictionary of Greek
εκατοντάβαθμος — η, ο που έχει εκατό βαθμούς, που είναι διαιρεμένος σε εκατό βαθμούς: Εκατοντάβαθμο θερμόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατό — οι, τα άκλ. αριθμ. απόλ. 1. δηλώνει ποσότητα δέκα δεκάδων (10 x 10 = 100). 2. σε φράσεις που δηλώνουν χρόνο χρησιμοποιείται συχνά στη θέση του τακτ. αριθμ. εκατοστός: Ο παππούς κοντεύει τα εκατό (το εκατοστό έτος της ηλικίας του). – Το εκατό μ.Χ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)